Γαυραρέοι μου καλησπέρα.
>Πριν από αρκετό καιρό καθώς περιπλανιόμουν στο Διαδίκτυο, «έπεσα» πάνω σε ένα άρθρο το οποίο με συγκλόνισε. Όχι τόσο για το εκλεπτυσμένο του λόγου και της σύνταξης, όχι τόσο για τις περισπούδαστες εκφράσεις και τα εμπνευσμένα κοσμητικά επίθετα, αλλά για το βαθύτερο νόημα που περνούσε και την τραγική απεικόνιση της αναγωγής στο σήμερα Θρυλικών μορφών του παρελθόντος. Δεν θα πώ περισσότερα, σας το παραθέτω αυτούσιο ως έχει:
“Σάββατο πρωί, κάπου στα Σεπόλια. Ακόμα ένα διεκπεραιωτικό ρεπορτάζ για την…
εγκληματικότητα στην Αθήνα. Δηλώσεις κόσμου, κυρίως ηλικιωμένων, που εκφράζουν φόβο για τους κακοποιούς και αγανάκτηση για την αδυναμία της πολιτείας να τους προσφέρει ασφάλεια. Με συγχωρείτε, αλλά με τα χρόνια όλα αυτά πλέον μου ακούγονται τουλάχιστον τετριμμένα.
Σταματώ έξω από ένα αρτοποιείο και «χώνω» το μικρόφωνο στα μούτρα μιας ηλικιωμένης, περιμένοντας να ακούσω τα γνωστά… «Τι να σου πω παιδί μου… Άσε με έχω τον καημό μου», μου λέει… Γύρω στα 70, με ροδοκόκκινα μάγουλα και μεγάλα μελαγχολικά μάτια, που όταν τα κοιτάς, είναι σαν να βλέπεις το «φιλμ» της ζωής της να «ξετυλίγεται» μπροστά σου.
Κατεβάζω το μικρόφωνο και κάνω ένα βήμα να πάω παρακάτω, όταν την ακούω να μου λέει… «Ξέρεις ποια είμαι; Η χήρα του Αττίλιο!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα ξανά το σάλπισμα της τρομπέτας να διαπερνά τα ντουβάρια των πολυκατοικιών στα Σεπόλια και να δονεί τα «τσιμέντα» του σταδίου «Καραϊσκάκης», στο Φάληρο.
Tον Αττίλιο, κατά κόσμον Βασίλη Δουρίδα, δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει Έλληνας φίλαθλος ή οπαδός, ο οποίος να μην είχε ανατριχιάσει, ακούγοντάς τον να παιανίζει την τρομπέτα.
«Είμαι η γυναίκα του Αττίλιο. Που προσπαθώ να ζήσω με 200 ευρώ σύνταξη (σ.σ. αφού το «μεγαλόψυχο κράτος» φρόντισε να «ψαλιδίσει» τη σύνταξη χηρείας, λες και από αυτή, όπως και άλλες πολλές αντίστοιχες, κινδυνεύει να χρεοκοπήσει η Ελλάδα) και να σώσω το παιδί μου που είναι καρκινοπαθής». Τα μάτια της κοκκίνησαν… Μου ζήτησε συγγνώμη και έφυγε… Δεν κράτησα τηλέφωνο, δεν την ρώτησα που μένει.
Γυρνώντας στο γραφείο, έψαξα, ρώτησα τι έκανε ο επίσημος Ολυμπιακός για την οικογένεια του Αττίλιο, ο οποίος «έφυγε» το 1994 από πνευμονικό οίδημα. Και ας ήταν μόλις 52 χρονών. «Δεν μπήκαν στον κόπο να αγοράσουν ούτε καν τον τάφο που τον έθαψαν!», μου είπε κάποιος…
Η κουβέντα σταμάτησε εκεί… Δεν θα πω αν ευθύνεται η προηγούμενη ή η τωρινή διοίκηση του Ολυμπιακού, δε με νοιάζει να αποδώσω εγώ ευθύνες… Κρατάω μόνο τα μάτια αυτής της γυναίκας, της Αριστέας Δουρίδα…. Και τον ήχο της τρομπέτας”…
>Δεν θα υπεισέλθω σε επιχειρηματολογία και σε ανάλυση για το αν θα έπρεπε ο επίσημος Ολυμπιακός να έχει κάνει κάτι γι’ αυτό το θέμα. Δεν θα αναλωθώ σε ανούσιες αναλύσεις περί της αναγκαιότητας να τιμούμε και να αποτίουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής σε ξεχωριστές μορφές. Θα πώ μόνο τούτο.
>Δεκαεννέα χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Αττίλιο και ούτε μια γωνιά δεν αφιερώθηκε έξω απ’ το Καραϊσκάκη να μπεί ένα μάρμαρο που να λέει το όνομά του. Δεκαεννέα χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Αττίλιο και ούτε ένα βίντεο δεν προβλήθηκε από τα matrix του γηπέδου ώστε να μάθουν και οι νεότεροι ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Δεκαεννέα χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Αττίλιο και ούτε ρώτησε κανείς ούτε έμαθε τι να απέγιναν οι οικείοι του άνθρωποι, άραγε πως ζούν;
>Δεν γνωρίζω την κυρία Αριστέα, δεν γνωρίζω αν υπάρχει (εύχομαι ναι) και αν τα καταφέρνει στον γενναίο αγώνα που δίνει καθημερινά για την επιβίωση αλλά και την αποθεραπεία του γιού της. Εύχομαι πραγματικά να έχουν γίνει κινήσεις από τον Ολυμπιακό τις οποίες δεν τις μάθαμε ποτέ διότι έγιναν διακριτικά και με λεπτότητα.
>Το μόνο που γνωρίζω είναι πως έχουμε σας Σύλλογος αλλά και σαν οπαδικός λαός ΙΕΡΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να τιμούμε καθημερινά όλους αυτούς που ταύτισαν τις ζωές τους με τον Ολυμπιακό μας. Έχουμε ΙΕΡΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ενώπιον στην Ιστορία του Συλλόγου αλλά και υπό το αυστηρό βλέμμα των αποδημησάντων εις Κύριον νεκρών αδελφών μας της ΘΥΡΑΣ 7 να τιμούμε και τον Βασίλη Δουρίδα, τον αγαπημένο μας Αττίλιο.
>Μην κλαίς και μη λυπάσαι πολυαγαπημένε μου Αττίλιο. Κανείς από εμάς δεν σε ξέχασε. Ακόμα ανατριχιάζουμε στο άκουσμα του «ηχογραφημένου» πια σαλπίσματός σου, ακόμα χαμογελάμε στο μικρό φαλτσάκι του παιανίσματος στο δεύτερο κουπλέ, ακόμα θυμόμαστε την χαρμόσυνη φυσιογνωμία σου με το μεγάλο πλατύ χαμόγελο και το εκρηκτικό σου ταμπεραμέντο. Κανείς από εμάς δεν σε ξέχασε. Κανείς… Να προσέχεις τους 21 λεβέντες και να σε προσέχουν εκεί πάνω. Μόνο αυτό… Α! Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ. Γιατι υπήρξες και γιατί το 1992 σε ηλικία 8 ετών σε γνώρισα κι από κοντά.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
(πηγή άρθρου: inews.gr)