Frederick Banting: Αφιερωμένο στον «πατέρα» της ινσουλίνης το σημερινό Google Doodle
Σαν σήμερα το 1891 γεννήθηκε στο Άλιστον του Καναδά ο Φρέντερικ Μπάντινγκ, ο οποίος έμελλε να αλλάξει διά παντός το μέλλον της ιατρικής.
Πριν την ανακάλυψη της ινσουλίνης, ο διαβήτης ήταν μια ασθένεια που οδηγούσε σχεδόν αναπόφευκτα στον θάνατο. Οι γιατροί της εποχής γνώριζαν ότι η ζάχαρη επιδεινώνει την υγεία των διαβητικών και ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος διαχείρισης της πάθησης ήταν η αυστηρή δίαιτα, με ελάχιστη πρόσληψη ζάχαρης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η στρατηγική αυτή εξασφάλιζε στους ασθενείς μερικά επιπλέον χρόνια ζωής, χωρίς όμως να μπορεί να τους σώσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι ασθενείς έχαναν τη ζωή τους από ασιτία λόγω των διατροφικών περιορισμών.
Στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να αποσαφηνίζεται ο ρόλος του παγκρέατος στην εκδήλωση του διαβήτη. Διαπιστώθηκε ότι το πάγκρεας παράγει μια –άγνωστη τότε– ουσία που ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, επομένως τέθηκε ως στόχος η απομόνωση της ουσίας αυτής.
Το καλοκαίρι του 1921, ο Μπάντινγκ, σε συνεργασία με τον φοιτητή ιατρικής Τσάρλς Μπεστ, ξεκίνησε να πειραματίζεται με σκύλους και σύντομα οι δυο τους ανακάλυψαν ότι αφαιρώντας το πάγκρεας από τα πειραματόζωα και χορηγώντας στη συνέχεια μια ένεση από τμήματα αυτού αναμεμειγμένα με νερό και άλατα ήταν δυνατό να επιτευχθεί μείωση των επιπέδων του σακχάρου και υποχώρηση των συμπτωμάτων διαβήτη.
Ο Τσάρλς Μπεστ (αριστερά) και ο Φρέντερικ Μπάντινγκ (δεξιά) μαζί με έναν από τους διαβητικούς σκύλους
Οι δύο επιστήμονες παρουσίασαν τα αποτελέσματα των πειραμάτων τους στον καθηγητή Τζον Μάκλοτ, κορυφαίο επιστήμονα την εποχή εκείνη στη μελέτη του διαβήτη, ο οποίος εντυπωσιάστηκε και ζήτησε πιο εκτενείς και εντατικές δοκιμές. Ο Μάκλοτ ήταν μάλιστα αυτός που πρότεινε να ονομαστεί η ενέσιμη ουσία «ινσουλίνη».
Στην ομάδα μπήκε τότε ο βιοχημικός Τζέιμς Κόλλιπ, με στόχο να βοηθήσει στην περαιτέρω επεξεργασία της ινσουλίνης ώστε να είναι κατάλληλη προς χορήγηση σε ανθρώπους. Αρχικά, ο Μπάντινγκ και ο Μπεστ έκαναν τις ενέσεις στον εαυτό τους. Εκδήλωσαν αδυναμία και ζαλάδες, χωρίς όμως να υποστούν περαιτέρω επιπλοκές.
Τον Ιανουάριο του 1922 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμή σε διαβητικό ασθενή. Ένα 14χρονο αγόρι, ο Λέναρντ Τόμσον, ήταν ο πρώτος διαβητικός που έλαβε ινσουλίνη ως θεραπευτικό σχήμα για την αντιμετώπιση της πάθησης. Η δοκιμή στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ενώ ο Λέναρντ βρισκόταν ένα βήμα πριν τον θάνατο, οι ενέσεις βοήθησαν ώστε να ανακτήσει τάχιστα τις δυνάμεις του και την όρεξή του. Επόμενες δοκιμές σε μεγαλύτερο δείγμα ασθενών οδήγησαν στα ίδια επιτυχή αποτελέσματα κι έτσι η ινσουλίνη εδραιώθηκε ως η κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση για τον διαβήτη.
Τα καλά νέα πέρασαν γρήγορα τα σύνορα του Καναδά και το 1923 η επιτροπή Νόμπελ αποφάσισε να απονείμει βραβείο στον Μπάντινγκ και στον Μάκλοτ για το έργο τους. Ο Μπάντινγκ ήταν αντίθετος με την απόφαση αυτή, καθώς θεώρησε ότι παραγνωρίστηκε η συμβολή του Μπεστ στο σημαντικό επίτευγμα, κι έτσι αποφάσισε να μοιραστεί με τον συνεργάτη του το χρηματικό ποσό που συνόδευε το βραβείο. Ο Μάκλοτ, με τη σειρά του, μοιράστηκε τα χρήματα που έλαβε με τον Κόλλιπ.
Ο Τσάρλς Μπεστ (αριστερά) και ο Φρέντερικ Μπάντινγκ (δεξιά)
Αν και η ινσουλίνη δεν θεραπεύει εντελώς τον διαβήτη, αποτελεί μέχρι και σήμερα μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στον χώρο της ιατρικής. Χάρη στην ινσουλίνη, οι διαβητικοί απολαμβάνουν μια φυσιολογική ζωή και παρατείνεται σημαντικά το προσδόκιμο ζωής τους.
Προς τιμήν του Μπάντινγκ, η Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη εορτάζεται κάθε χρόνο την ημέρα των γενεθλίων του, στις 14 Νοεμβρίου.